γλάρα — η [γλαρός] 1. γαλήνη, νηνεμία 2. τάση για ύπνο, νύστα … Dictionary of Greek
γλαριάζω — [γλάρα] έχω τάση για ύπνο, νυστάζω … Dictionary of Greek
λάρα — η η γλάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλάρα < γλαρός (για ετυμολ. βλ. γλαρός)] … Dictionary of Greek
γλαρομάτης — α, ικο αυτός που έχει γλαρά μάτια … Dictionary of Greek
γλαρομάτης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει γλαρά, ζωηρά μάτια. 2. αυτός που έχει βλέμμα γεμάτο ηδυπάθεια: Μόλις με κοίταξε η γλαρομάτα έχασα το μυαλό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλαρός — ή, ό ζωηρός, υγρός, γλυκός: Γλαρά μάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)