γλαρά

γλαρά
η
1) тишина, безветрие, штиль; 2) дремота, сонливость; лёгкий сон;

με ξύπνησες απάνου στη γλαρά — ты разбудил меня, когда я задремал;

§ ας' τη γλαρά — а) не притворяйся спящим; — б) перестань валить дурака


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γλαρά" в других словарях:

  • γλάρα — η [γλαρός] 1. γαλήνη, νηνεμία 2. τάση για ύπνο, νύστα …   Dictionary of Greek

  • γλαριάζω — [γλάρα] έχω τάση για ύπνο, νυστάζω …   Dictionary of Greek

  • λάρα — η η γλάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλάρα < γλαρός (για ετυμολ. βλ. γλαρός)] …   Dictionary of Greek

  • γλαρομάτης — α, ικο αυτός που έχει γλαρά μάτια …   Dictionary of Greek

  • γλαρομάτης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει γλαρά, ζωηρά μάτια. 2. αυτός που έχει βλέμμα γεμάτο ηδυπάθεια: Μόλις με κοίταξε η γλαρομάτα έχασα το μυαλό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλαρός — ή, ό ζωηρός, υγρός, γλυκός: Γλαρά μάτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»